- πολυωπής
- πολῠ-ωπής, ές, ([etym.] ὀπή)A with many holes or meshes,
λίνον AP6.27
(Theaet.);ὀθόνης κόλπος Nic. Al.323
; πολυωπέες ὄμπναι, i.e. honeycombs, ib.450:—late poet. fem.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λίνον AP6.27
(Theaet.);ὀθόνης κόλπος Nic. Al.323
; πολυωπέες ὄμπναι, i.e. honeycombs, ib.450:—late poet. fem.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυωπής — (I) ές, και ποιητ. τ. θηλ. πολυωπέτις, ιδος, Α αυτός που έχει πολλές οπές, πολυωπός* («ἰχθυοβόλον πολυωπές... λίνον», Ανθ. Παλ.]. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού πολυωπός, κατά τα σιγμόληκτα]. (II) ές, Α αυτός που έχει πολλούς οφθαλμούς («ποιμένα τού… … Dictionary of Greek
πολυωπέστερον — πολυωπής with many holes adverbial comp πολυωπής with many holes masc acc comp sg πολυωπής with many holes neut nom/voc/acc comp sg πολυωπός adverbial comp πολυωπός masc acc comp sg πολυωπός neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυωπές — πολυωπής with many holes masc/fem voc sg πολυωπής with many holes neut nom/voc/acc sg πολυωπός masc/fem voc sg πολυωπός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυωπέας — πολυωπής with many holes masc/fem acc pl (epic ionic) πολυωπός masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυωπέτις — ιδος, ἡ Α (ποιητ. τ. θηλ.) βλ. πολυωπής (Ι) … Dictionary of Greek
πολυωπός — όν, Α αυτός που έχει πολλές οπές, πολυωπής (Ι)* («ἰχθύας... ἔκτοσθε θαλάσσης δικτύῳ ἐξέρυσαν πολυωπῷ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ωπός (< ὀπή «τρύπα»), πρβλ. στεν ωπός. Το ω τού β συνθετικού οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
πολυωπέι — πολυωπέϊ , πολυωπής with many holes dat sg (epic) πολυωπέϊ , πολυωπός dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)